- βιβλιακός
- -ή, -ό1. αυτός που αναφέρεται στα βιβλία ή προέρχεται απ' αυτά: Η βιβλιακή του γνώση είναι τεράστια.2. ο πολυμαθής και σχολαστικός: Είναι άτομο βιβλιακής σοφίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.